συγκαπηλεύομαι

συγκαπηλεύομαι
Α
καπηλεύομαι μαζί με κάποιον άλλο («οὐδὲν ἠνέσχετο τοῑς καιροῑς συγκαπηλεύσασθαι», Φιλοστόργ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + καπηλεύω «εμπορεύομαι, διαφθείρω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”